- σπίλων
- σπίλονstrings of gutneut gen plσπίλοςrockmasc gen plσπιλόωstainimperf ind act 3rd pl (doric aeolic)σπιλόωstainimperf ind act 1st sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σπιλῶν — σπίλη strings of gut fem gen pl σπιλόω stain pres part act masc voc sg (doric aeolic) σπιλόω stain pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) σπιλόω stain pres part act masc nom sg σπιλόω stain pres inf act (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ρεκλινγκχάουζεν, νόσος του- — Ονομασία δύο παθήσεων, που επισήμανε ο Γερμανός παθολόγος Φρίντριχ φον Ρεκλινγκχάουζεν (1833 1910). Η πρώτη, που ονομάζεται και νευροϊνωμάτωση, αντιστοιχεί σε μια κατάσταση συγγενή και συχνά οικογενή, που χαρακτηρίζεται από την εμφάνιση… … Dictionary of Greek